Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Ο ΦΑΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ και Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦ


Το ακρωτήριο Απολυτάρες βρίσκεται στα Αντικύθηρα και συγκεκριμένα στο νοτιότερο μέρος του νησιού. Το 1926 τοποθετήθηκε ένας από το μεγαλύτερους φάρους πετρελαίου. Η πρόσβαση στον φάρο γίνεται με βάρκα από τον Ποταμό Αντικυθήρων.

Πολλές φόρες για μεγάλα χρονικά διαστήματα είναι αδύνατη η προσέγγιση στο φάρο λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών.

Η περιοχή είναι εκτεθειμένη σε όλους τους καιρούς. Είναι εγκατεστημένος σε πέτρινο κυκλικό, πύργο.

Δίπλα στον πύργο υπάρχει οικία. Είναι ορατός σε απόσταση 36 ναυτικών μιλίων. Έχει ύψος πύργου 23 μέτρα και εστιακό ύψος 45 μέτρα.

Ο ΝΑΥΑΓΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΑΓΙΕΒΙΤΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΦ

«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μιλούν πολύ. Άλλοτε πρόκειται για μια ιδιομορφία της συμπεριφοράς ή πάλι για μια ένδειξη ανθρώπου ακατάδεκτου που δεν κάνει με κανέναν. Μα άλλοτε πάλι, μια τέτοια σιωπή, αξιοπρόσεκτη, ίσως να έχει να κάμει με κάτι άλλο πιο προσωπικό, με κάτι τραγικό, με μια ιστορία ή ένα πάθημα θλιβερό.

 
Αν λοιπόν βρεθείτε με ένα άνθρωπο σιωπηλό που κοιτά επίμονα το κενό και ήσυχος προσμένει το θάνατο, μην υποτιμήσετε τη συμπεριφορά του αυτή. Σταθείτε με θέρμη στο πλάι του, τον ορίζοντά του μην διακόπτετε, γιατί δεν είναι τα δέντρα ή τα τοπία και οι θάλασσες που με τόση προσοχή εξερευνεί. Είναι συνήθως τα πρόσωπα που φτάνουν από μακριά, οι γυναίκες που αγάπησε, τα παιδιά που σκοτώθηκαν σε κάποιον πόλεμο, ένα σπίτι γκρεμισμένο με κήπους και θυρεούς σκαλιστούς στις αυλόπορτες, είναι τέτοια πράγματα, εικόνες ζωγραφισμένες στον αέρα. Μην διακόψετε λοιπόν τέτοιους ορίζοντες, θυμηθείτε, γιατί είναι ανυπόφορο, αξεπέραστο το φαινόμενο του καταποντισμού για όποιον το δοκιμάσει.»

Δεν μίλαγε πολύ. Μονάχα σιγύριζε με επιμέλεια το μικρό δωμάτιο, περιποιούταν δίχως αβαρία τα μηχανικά μέρη του κλωβού. Έπειτα γυάλιζε τις μπότες του, σαν να επρόκειτο να υποστεί μια επιθεώρηση στρατιωτική ή να δεχθεί την επίσκεψη ενός προσώπου υψηλού. Μα δεν θα φαινόταν κανείς. Σε τούτο το μέρος δεν πλησιάζουν οι στεριανοί.

Μόνο ναυάγια, πλοία σκελετωμένα, άγρια πουλιά, πεινασμένα και αέρας φτάνει σε τούτη τη γωνιά. Ύστερα καθόταν ήσυχος κοντά στο παράθυρο και έβλεπε για ώρες τον καιρό, τη θάλασσα, έβλεπε τα κουρασμένα πλοία με τα αναμμένα φανάρια που περνούσαν για την Κρήτη, έβλεπε τα χρόνια που πέρναγαν και κάποτε έκλαιγε, τον άκουγα που έκλαιγε με λυγμούς και τότε ήταν που τον εγκατέλειπα γιατί όταν ένας άνδρας θρηνεί τότε επιβάλεται μια κάποια κατάνυξη.



Μονάχα κατά την ώρα του απογεύματος διέκοπτε την περισυλλογή του και πρότεινε να φάμε, ετοίμαζε ο ίδιος το τραπέζι φανερώνοντας με τις κινήσεις του πως είχε δοκιμάσει συνήθειες υψηλές. Σχολίαζε τον καιρό με τη βαριά προφορά του, έλεγε πάντοτε μια ιστορία από τον πόλεμο του 1914 και προσευχόταν για τους πνιγμένους του ναυαγισμένου υπερωκεανείου «Ιμπερατρίτσε», που είχε βυθιστεί φωτισμένο, μεγαλοπρεπές ανοιχτά της Κρήτης, κοντά στο Ελαφονήσι.

Μου έκαναν εντύπωση οι λεπτομέρειες των περιγραφών του, ο τρόμος στο πρόσωπό του μου έκανε εντύπωση και έτσι θεώρησα από τον πρώτο καιρό κιόλας, πως ετούτος ο άνθρωπος έχει μαρτυρήσει σε μια τέτοια φριχτή περίσταση. Μα πάλι δεν τόλμησα να ρωτήσω όσο ζήσαμε μαζί σε κείνο το σπίτι το μικρό, ίσως γιατί ότι χρειαζόμουν να μάθω το αποκάλυπτε εκείνος ο σταυρός που στόλιζε τον τοίχο πάνω από το τζάκι και έλεγε με γράμματα χρυσά «προς ανταπόδωσιν του Ν. Ν. Φ., κυβερνήτου του πλοίου Χιβίντις, για υπηρεσίες μεγίστου ανθρωπισμού.» Ήταν λοιπόν από τότε που στα μάτια του εκείνος ο άνδρας έλαβε μια διάσταση κορυφαία και αισθανόμουν μια ύψιστη τιμή για εκείνη την έμπιστη σιωπή που μοιραζόμασταν.

Επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί. Το νέο ήρθε ένα πρωί αδιάφορο, σαν όλα τα πρωινά που περνούσαμε ζωσμένοι από θάλασσα και μνήμη, εκεί, στο μικρό σπίτι, εμπρός στο παράθυρο. Χαμογέλασε και έπειτα σκούπισε τα μάτια του. Πλησίασα και πήρα το γράμμα στα χέρια μου, διάβασα και αγκαλιαστήκαμε έτσι σιωπηροί, δίχως να πούμε τίποτε. Θα αναχωρούσε, σύμφωνα με τη διαταγή της υπηρεσίας φάρων την επομένη με προορισμό τη χώρα των Κυθήρων.

Η πολιτεία είχε μεριμνήσει να του παραχωρηθεί ένα οίκημα, αρκετά προσεγμένο, ώστε να στεγαστεί εκείνος και η οικογένειά του. Ακολουθούσαν οι αδιάφορες επαναλήψεις των ευχαριστηρίων και το γράμμα έκλεινε με το επιβλητικό αποτύπωμα της σφραγίδας, τις υπογραφές των ναυάρχων και άλλα τέτοια τυπικά. Του είπα πως θα έπρεπε να χαίρεται, γιατί είναι σπουδαίο πράγμα να τελειώνει κανείς τη δουλειά του και δίκαια, περήφανα να αξίζει τη γαλήνη των γηρατειών.

Του είπα πως θα χαιρόταν έτσι το γιο του, τον Νικήτα, που ήταν πια ολόκληρο αγόρι, πως θα μπορούσε να περπατήσει τις Κυριακές με τη γυναίκα του, να γιορτάσει, να χορτάσει τη σπιτική αχλύ που τόσο θα του είχε λείψει. Του είπα τόσα για να ησυχάσω την αδικαιολόγητη λύπη του, μα εκείνος κάθε τόσο βούρκωνε και κοιτούσε έξω από το παράθυρο με αγωνία για εκείνο το πλοιάριο που περνούσε μετέωρο από τον καιρό και ανησυχούσε, αν τάχα θα έφτανε το φορτίο στον προορισμό του, αν τάχα οι άντρες ναυτικοί θα αγκάλιαζαν τις γυναίκες και τα παιδιά του στις προβλήτες, εκεί που πάντα περιμένουν οι άνθρωποί μας.

Πήρε να μαζεύει τα λιγοστά πράγματά του, μια παλιά φωτογραφία ενός νέου άνδρα, ντυμένου με τη στολή ενός ξένου έθνους, ένα ζευγάρι δεύτερες μπότες καλογυαλισμένες, τα σύνεργα του καπνού του που με τόση επιμέλεια φρόντιζε πάντα έπειτα από το δείπνο.

Ύστερα έστρωσε για τελευταία φορά το τραπέζι. Κάθησε πλάι μου, καθώς συνήθιζε, έκαμε ένα σχόλιο για τον καιρό που ήταν τώρα λυσσασμένος και απόρησε που δεν έφτασε ακόμα η οδηγία για την απαγόρευση του απόπλου. Έπειτα πήρε να κοιτάζει ξανά τη θάλασσα, άναψε τον καπνό του, χτύπησε τις μπότες του στο ξύλινο πάτωμα, η φωτιά ήταν τώρα καλή, είπε και χαμογέλασε γιατί είναι λέει πάντα ακατανόητες οι αγωνίες της σπίθας που έτσι πετάγεται και εξαντλείται στο μικρό κενό. Με κοίταξε ίσια στο βλέμμα, όπως κοιτούν εκείνοι που πρόκειται κάτι σπουδαίο να προφέρουν, όπως τη λέξη «θάνατος» ή τη λέξη «πόλεμος.»

 
«Το όνομά μου θα είναι πάντα Νικόλαος Νικολάγιεβιτς Φιλοσοφόφ, υποναύαρχος της ναυτικής δυνάμεως Εύξεινου Πόντου και Μεσογείου θάλασσας.

Ετούτο είναι το πιο πολύ που έφτασα. Μα αν με ρωτήσεις, εμένα αν ρωτήσεις που γνωρίζω τις παράξενες ασωτίες της ζωής, άλλη ιδιότητα αναγνωρίζω στον εαυτό μου. Εκείνη του πατέρα, εκείνη του ναυαγού, του συντριμμένου.

Γιατί είναι φορές στη ζωή μας, παιδί μου Παναγιώτη, -μπορώ να σε λέω έτσι, έτσι δεν είναι;-, που μας κυνηγούν μαύρα σύννεφα και μας διώχνει ο καιρός από τους τόπους μας, αλλάζει ο κόσμος όταν σκορπάνε οι άνθρωποι και όταν γενιές ολόκληρες αφανίζονται σε μια μέρα. Είναι φορές παιδί μου που πρέπει να σπεύσει κανείς κατά πάνω στο θάνατο, να σώσει τα ανθρώπινα πράγματα, εκείνα που περιβάλλουν τη μορφή μας και είναι πάντα λατρεμένα, όπως η αγάπη, η καλοσύνη, των παιδιών μας τα αγγίγματα τα τρυφερά.

Έτσι και εγώ, τα έβαλα με το χαμό και ο θάνατος με πήρε στο κατόπι και έχασα δυο φορές τις γυναίκες μου και τα παιδιά μου τα έχασα, γιατί είναι ο πόλεμος και της ψυχής μας η κατάκτηση, δύσκολα κατορθώματα. Και ύστερα ο πόλεμος, ύστερα χρόνια δύσκολα, που έπεσε ο αρχηγός και μας πήραν στο κυνήγι και μας διώξανε από τα μέρη μας και δεν είναι αυτό που με πληγώνει Παναγιώτη και κοιτάζω έτσι βαθιά τη θάλασσα, είναι που ξεθάψαν τους νεκρούς μας και τους έβαλαν φωτιές όταν πια είχαν ησυχάσει.

Για τούτο κλαίω Παναγιώτη παιδί μου, για τούτο κοιτώ από το παράθυρο και έρχονται οι μορφές των αγοριών μου και μου γυρεύουν νερό και μου λένε πως είναι δύσκολες και σκοτεινές οι νύχτες των πεθαμένων. Είναι μισόγυμνες οι νεκρές μας γυναίκες, αναδύονται μέσα από τις ομίχλες, λιώσανε τα ρούχα και τα σώματα και έγινε ο καημός αυτός αθάνατος καρκίνος Παναγιώτη. Τώρα θα φύγω, με την παρηγοριά πως υπάρχει ακόμη κάτι από φως να δείχνει το δρόμο στα καράβια και τους ανθρώπους που λογίζονται για χαμένοι. Θα σου στέλνω σήματα με τον οπτικό Παναγιώτη. Θα σου στέλνω πως «εν καιρώ ειρήνης εκπαιδεύομαι και συντηρώ την ψυχή μου.»

Με αγκάλιασε θερμά και χάθηκε με το πλοιάριο που είχε στείλει η διοίκηση. Μονάχα πρόλαβε και φώναξε με τη στεντόρεια φωνή του, πως είμαστε όλοι ναυαγοί. Εγώ έφεξα την αναχώρησή του και ήταν τούτο το ελάχιστο για αυτόν τον άνδρα. Έπειτα έστρεψα πάλι το φανό προς το ανοιχτό πέλαγος. Ένα μεγάλο, φορτηγό πλοίο έστελνε το στίγμα του και έμοιαζε με καινούριο, αγνώριστο γέννημα της θάλασσας. Ήταν ήσυχα εκείνη τη νύχτα, την πρώτη δίχως την κοινή σιωπή.

Έπεφταν αστέρια σωρό μες στα νερά και αν υπάρχουν πλάσματα ανθρωπόμορφα καθώς λένε, μες στα νερά, λοιπόν τέτοιες νύχτες αναδύονται. Πέρασα όλη τη νύχτα ψηλά στον πύργο και ήταν σαν να είχα στήσει τη σκηνή μου ψηλά στον ουρανό. Έτσι ήταν θυμάμαι εκείνη η πρώτη νύχτα της μόνης μου σιωπής. Με το φορτηγό πλοίο, με τα αστέρια πνιγμένα, με την υποψία παράξενων ζωών.

Σημείωση 1
Ο Νικόλας Νικολάγιεβιτς Φιλοσοφόφ αποτελεί υπαρκτό πρόσωπο. Ναύαρχος του ρωσσικού ναυτικού, διέπρεψε για τις στρατιωτικές του ικανότητες και τις ανθρωπιστικές του πράξεις, με κορυφαία τη διάσωση των επιζώντων του ναυαγίου του 1908, το οποίο αφορούσε το φημισμένο υπερωκεάνειο «Ιμπερατρίτσε», των Αυστροουγγρικών Λόιδ.



Κοσμοπολίτης, αρεστός στην αυτοκρατορική αυλή θα γνωρίσει τη φήμη. Η πτώση όμως της αυτοκρατορικής οικογένειας, σε συνδυασμό με μια τραγική, προσωπική ιστορία θα στιγματίσει για πάντα τη ζωή του. Έχοντας χάσει τους δυο γιους του, από τον πόλεμο και την επιλογή της αυτοχειρίας, παντρεμένος και χήρος ήδη δύο φορές, διωγμένος από τη ρωσσική, νέα τάξη πραγμάτων, θα βρεθεί στην Ελλάδα και την αυλή του Ταττοίου, όπου και θα μάθει τα ελληνικά.

Με τη βοήθεια του ιδρυτή και διευθυντή της Υπηρεσίας Φάρων, Στυλιανού Λυκούδη θα διοριστεί με το μέγιστο, δυνατό βαθμό φαροφύλακας, αρχικά στη νήσο Ελαφονήσι, ανοιχτά της Κρήτης, όπου και είχε λάβει χώρα το ναυάγιο στο οποίο ενεπλάκη και αργότερα στα Χανιά και τα Αντικύθηρα.

Θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο σπίτι, το οποίο του παραχωρείται στη χώρα των Κυθήρων, μαζί με την Τρίτη σύζυγό του Ζαμπία Χαρχαλάκη και το γιο του Νικήτα. Η συνεισφορά του στην οργάνωση του ιστορικού αρχείου του νησιού κρίνεται τουλάχιστον σημαντική.

Ο γιος του Νικήτας Φιλοσοφόφ κατοικεί σήμερα στο σπίτι των Κυθήρων, στο υπόγειο του οποίου εντοπίστηκαν τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα του, τα οποία και μαρτυρούν τη σχέση του με τον τσάρο, συνιστώντας ένα οδοιπορικό της ζωής του.

Ο «Παναγιώτης» του παραπάνω αφηγήματος, ανταποκρίνεται στην περίπτωση του φαροφύλακα Παναγιώτη Μεγαλοοικονόμου, ο οποίος και διορίστηκε λίγο καιρό πριν συνταξιοδοτηθεί ο Φιλοσοφόφ.
-------------------------
Πηγή: kathimerini.gr
-------------------------