Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Οι λέξεις που ξεχάσαμε - ENA TAΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

Υπάρχουν λέξεις πάντοτε χρήσιμες και επίκαιρες, λίγο όμως παλιωμένες, με αποτέλεσμα να λείπουν από τα λεξικά. Μια τέτοια λέξη είναι ο ποσαπαίρνης, «ημέτερος» δηλαδή με διάφορες αργομισθίες που επιβαρύνουν το δημόσιο ταμείο.



Τον περιλαμβάνει σε στίχο του ο Παλαμάς, τον περιλαμβάνει και ο Σουρής, είχε δε ιδιαίτερο σουξέ επί Τρικούπη. Υπάρχουν και λέξεις πιο αθώες, που τις τραγουδάμε όλοι χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνουν, όπως το καραντί, που ήταν να μπατάρει το καράβι του ποιητή της θάλασσας, του Νίκου Καββαδία.

Καραντί είναι η φουσκοθαλασσιά που συνεχίζεται και μετά την πτώση των ανέμων, η κουφοθάλασσα. Ούτε αυτή υπάρχει στα νεότερα λεξικά.

Οπως δεν υπάρχουν το κασαβέτι, η γράνα (που χρησιμοποίησε αιφνιδιαστικά σε ομιλία του ο Βύρων Πολύδωρας το 2007 και συζητήθηκε), το μακάμι, ο μαλάθρακας, η αντράλα, ο παϊτέρης, το μπαγιόκο, ο καρύτζαφλος, ο καλιοντζής, ο ζαμπούνης, ο συρμακέζης, η σουβάλα, η τραβάγια και πολλές άλλες.

Με 366 από αυτές, όσες και οι ημέρες του χρόνου το 2012, έφτιαξε βιβλίο ο γνωστός συγγραφέας και ερευνητής της γλώσσας - μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το επάγγελμά του - Νίκος Σαραντάκος.

Το βιβλίο λέγεται «Λέξεις που χάνονται» και κάθε λήμμα συνοδεύεται από ένα ενδιαφέρον ταξίδι στην Ιστορία, την ετυμολογία και τη λογοτεχνική χρήση της λέξης.

Το 75% των λέξεων αυτών είναι δάνεια ή αντιδάνεια και, όπως λέει ο συγγραφέας, «ο γλωσσικός δανεισμός είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά φαινόμενα» που, «σε αντίθεση με τον οικονομικό υπερδανεισμό, δεν καθηλώνει αλλά αναζωογονεί - δείτε την αγγλική, η οποία χάρη στον εύκολο δανεισμό από παντού απέκτησε το πλουσιότερο λεξιλόγιο από όλες τις σύγχρονες γλώσσες».

Ο Νίκος Σαραντάκος επέλεξε λέξεις που να μην καταχωρίζονται στα πιο δημοφιλή νεότερα λεξικά, όχι όμως αρχαίες ή μεσαιωνικές λέξεις που χάθηκαν από αιώνες, αλλά λέξεις που ακούγονται ακόμα ή ακούγονταν μέχρι τον 20ό αιώνα.

Παράδειγμα το ζνίχι - η μοναδική ελληνική λέξη που αρχίζει από ζν!
Είναι το πίσω μέρος του λαιμού, ο σβέρκος, ο αυχένας.

Ισως ετυμολογείται από το ινίον (άγνωστο όμως με ποια διαδρομή).

Πάντως το βυζαντινό λεξικό Σούδα έχει ζινίχιον το λουρί του υποδήματος.

Σλαβική αρχή δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εμφανίζεται σε πολλές παροιμίες, π.χ. «το φιλότιμο μαυρίζει το ζνίχι» (επειδή ο φιλότιμος υποχωρεί), ενώ διάσημος είναι ο στίχος της «Ζούγκλας» του Βάρναλη, όπου ο ποιητής σαν αιλουροειδές ποθεί να χώσει νύχι και δόντι «στο κρουστό σου ζνίχι το μαυριδερό».

Σε πολλές περιπτώσεις όπως επισημαίνει ο Σαραντάκος, μια λέξη καλώς δεν περιλαμβάνεται στα λεξικά.

Αλλού όμως θεωρεί ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνεται. «Πιστεύω ότι η λεξικογραφία μας πράγματι περιφρονεί ελαφρώς τις λαϊκές και καθημερινές λέξεις.

Είναι κι αυτό, θαρρώ, απόρροια της αντίληψης ότι η νέα γλώσσα είναι τάχα παρακατιανή και ωχριά μπροστά στα αρχαία ελληνικά. Είναι επίσης συνέπεια του ότι οι λαϊκές λέξεις λεξικογραφούνταν δυσκολότερα», λέει.

Τέσσερα παραδείγματα

Πουργός

Λέξη σχεδόν ξεχασμένη ο πουργός, είναι ο βοηθός του χτίστη, πηλοφόρος που κουβαλάει λάσπη ή πέτρες. Προέρχεται από τον υπουργό. Οχι τον σημερινό, που έχει δέκα παρατρεχάμενους να τον υπηρετούν, παρά τον αρχαίο.

Στην αρχαιότητα, υπουργός (από υπό + έργον) ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός. Στον «Πατούχα» του Κονδυλάκη, ο Σαϊτονικολής αναθέτει στον ακοινώνητο γιο του «να πουργεύει, να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην».

Και στο «Νούμερο 31328» του Βενέζη ο αφηγητής, αιχμάλωτος, επιδιώκει να πάει για πουργός μήπως και βρει καλύτερη τροφή.

Οταν με την Επανάσταση του 1821 σχηματίστηκε η Προσωρινή Διοίκησις, δεν είχε υπουργούς αλλά μινίστρους. Οταν έπαψε το ντουφεκίδι, βρήκαν οι λόγιοι καιρό να καθαρίσουν τη γλώσσα από τα ξένα δάνεια κι έτσι ανάστησαν την παλιά λέξη υπουργός - και επειδή επρόκειτο για θεσμική λέξη ο καθαρισμός έπιασε.

Το ενδιαφέρον είναι ότι και το λατινικό minister αρχικά τον υπηρέτη σήμαινε. Αραγε το θυμούνται αυτό οι υπουργοί και οι μινίστροι σήμερα, πως δουλειά τους είναι να υπηρετούν;

Κατσιφάρα

Κατσιφάρα είναι η ομίχλη, η καταχνιά.

Είναι λέξη κυρίως της Νότιας Ελλάδας: ακούγεται στην Κρήτη, στα Κύθηρα και την Πελοπόννησο.

Μόνο ο «Πάπυρος» την έχει και το ετυμολογικό του Ανδριώτη, που τη λημματογραφούν «κατσηφάρα», επειδή υποθέτουν ότι είναι μεγεθυντικό του αμάρτυρου κατσηφιά, που το παράγουν από το «κατηφής», μάλλον εύστοχα.

Είναι βέβαια και επώνυμο γνωστού πολιτικού. Ισως κατσιφάρας να ήταν ο κατσούφης.

Η παλιότερη μνεία της λέξης είναι από τον Κρητικό Πόλεμο του Μπουνιαλή, στον 17ο αιώνα: «Νέφαλα σκοτεινότατα ο ουρανός γεμίζει/ κι η κατσιφάρα άρχισε λίγο να ψιχαλίζει».

Οι περισσότερες καταγραφές είναι από κρητικές μαντινάδες και ριζίτικα, αλλά διαβάζουμε επίσης ότι η περίφημη κυθηραϊκή κατσιφάρα εμπόδισε τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ να πετάξουν.

Καβανόζι

Λέξη που λείπει από όλα τα λεξικά του 20ού αιώνα, παλιότερα και νεότερα, αλλά ακούγεται ακόμα στους Ρωμιούς της Πόλης, ενώ πρέπει να λεγόταν ή να λέγεται ακόμα στη Θράκη (έχει περάσει και στα πομάκικα).

Καβανόζι είναι ένα δοχείο, συχνά μεταλλικό, στρογγυλό και βαθουλό για γλυκά, τουρσιά, κ.τ.λ. Καβανόζι είχε για τα τουρσιά της και η Λωξάντρα.

Φυσικά πρόκειται για δάνειο από τα τουρκικά (kavanoz), που είναι ίδιας σημασίας.
Ομως είναι αντιδάνειο, δηλ. έχει απώτερη αρχή σε ελληνική λέξη.

Η ελληνική αυτή λέξη είναι το γάβανο, που σημαίνει δοχείο. Προέρχεται από το μεσαιωνικό γάβενον (ο Ησύχιος λέει «γάβενα: αξύβαφα ήτοι τρυβλία») και μαρτυρείται με διάφορες παραλλαγές κατά τόπους, μερικές φορές αρσενικό, γάβανος, στη Λέσβο, Εύβοια, Θράκη και αλλού.

Ζολότα

Παλιά λέξη αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον, η ζολότα είναι ένα παλιό ασημένιο οθωμανικό νόμισμα (zolota), ίσο με τριάντα παράδες, δηλαδή τα τρία τέταρτα του γροσιού.
Η τουρκική λέξη είναι δάνειο από το πολωνικό zloty, που είναι και σήμερα το εθνικό νόμισμα της Πολωνίας, που σημαίνει κατά λέξη «χρυσό».

Στα ρώσικα άλλωστε zoloto σημαίνει χρυσάφι.
Το ζλότι είχε ξεκινήσει πράγματι ως χρυσό νόμισμα.
Η ζολότα εξαρχής ήταν ασημένια, σε πείσμα της ετυμολογίας της.
Η τουρκική ζολότα δεν ήταν νόμισμα μεγάλης αξίας. Ετσι υπάρχει παροιμία για τους φιλάργυρους, «πάει στον γάμο με μια ζολότα».

Υπάρχουν και κάλαντα στην Ανδρο, όπου από τους πλούσιους ζητάνε φλουριά, ενώ από τους «δεύτερους, ξηντάρες και ζολότες». Ομόρριζο είναι και το επώνυμο Ζολώτας. Εδώ ο ετυμολογικός προκαθορισμός λειτούργησε!
--------------------------------------------
Πηγή: Τα ΝΕΑ-Μανώλης Πιμπλής
--------------------------------------------